-
1 πάρος
πάρος, adv. a) der Zeit, vormals, vorher; Hom., der auch τὸ πάρος (wie πρίν u. τὸ πρίν) braucht; ὤτρυνε πάρος μεμαυῖαν 'Αϑήνην, Il. 4, 73; Gegensatz von νῦν, 1, 553 Od. 6, 325 u. sonst; mit folgendem πρίν, 2, 127; πάρος δ' οὐκ ἔσσεται ἄλλως, πρίν γε, Il. 5, 218; gew. mit einem temp. der Vergangenheit, πάρος εἶδεν, 11, 111, οἵη πά-#ρος ἔσκεν, 669, u. oft c. imperf.; aber auch c. praes., schon lange, sonst, τίπτε ἱκάνεις ἡμέτερον δῶ; πάρος γε μὲν οὔτι ϑαμίζεις, 18, 386, vgl. 1, 553. 4, 264 Od. 8, 36; u. fut., πάρος τοι δαίμονα δώσω, Il. 8, 166, d. i. eher, lieber, vgl. 16, 629, πάρος τινὰ γαῖα καϑέξει; ὡς τὸ πάρος περ, Od. 2, 305 u. sonst; – c. infin., πάρος ποσὶν οὖδας ἱκέσϑαι, Od. 8, 376, bevor, wie πρίν, vgl. Il. 6, 348. 11, 573. 23, 764 Od. 1, 21. 17, 218 u. sonst; aber selten c. inf. praes., wie πάρος δόρποιο μέδεσϑαι, Il. 18, 245; – vor der Zeit, zu früh, Il. 23, 474; – οἱ πάρος, die Früheren, Pind. I. 6, 1, wie ϑεοῖς τοῖς πάρος, Aesch. Prom. 404; τοῦ πάρος λελεγμένου μείζων, Spt. 406, vgl. 537; τὸν πάρος μῦϑ ον, Soph. Trach. 339; τὰ πάρος, dem τὰ εἰς ἔπειτα entgeggstzt, Ai. 34 u. öfter; Eur. oft, wie τὰ πάρος εὐτυχήματα Phoen. 1723. – b) des Ortes, vor, c. gen.; Τυδείδου πάρος σχέμεν ὠκέας ἵππους, Il. 8, 254; στεῖχε δωμάτων πάρος, Eur. Hec. 1049; Soph. Ai. 73 El. 1494; u. übtr., πάρος τοὐμοῦ πόϑου προὔϑεντο τὴν τυραννίδα, O. C. 419, wie τὴν δ' ἐλπίδα οὐ χρὴ τῆς τύχης κρίνειν πάρος, = προκρίνειν, Trach. 721; τῶν σῶν πάρος πίτνουσα γονάτων, Eur. Andr. 573; τίνα γὰρ ἔτι πάρος οἶκον ἄλλον σέβεσϑαί με χρή, Or. 344. – In Prosa kommt das Wort nicht vor.
См. также в других словарях:
τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα … Dictionary of Greek